ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΟΙ ΟΧΤΡΟΙ!!

Ἕναν λόγον καί μίαν αἰτία ἀναζητοῦσα στήν κρισημότητα τῆς ἐποχῆς, στό βάρος τῶν ἡμερῶν, στήν θλίψη τῶν ὡρῶν, στό ἄγχος τῆς καθημερινότητας, στόν ἐμπαιγμό τῶν ἀνεύθυνων ὑπευθύνων, στήν ὁπισθοδρόμηση τινῶν αὐτοανακηρυγμένων «προοδευτικῶν διανοουμένων», στήν ἀνοικονόμητη οἰκονομία, στήν μονοδιάστατη καί ἐν τέλει ἀπνευμάτιστη πορεία τῶν νεοελλήνων.

Καί μέσα στήν ἀντάρα τῶν συλλογισμῶν ἀκούστηκε ἀπό τά παλιά τά περασμένα ἡ φωνή τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη νά διαζωγραφίζει τραγικά καί προφητικά τήν παρούσα κατάσταση μέ κραυγές ποιητικῆς ἀγωνίας: «κρίμας κρίμας κόσμε σέ ἐξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί· καί κανείς, κανείς δέν ἔλαχε νά ἀκούσει ἀκόμη κἄν φωνή ἀγγέλων, κἄν ὑδάτων πολλῶν, κἄν ἐκεῖνο τό «ἔρχου» πού σέ νύχτες ἀϋπνίας μεγάλης ὀνειρεύτηκα». Οἱ ἐξουσιαστές τού κόσμου τούτου καί οἱ θέλοντες «ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» γιά ἄλλη μία φορά καί μέ τό πλέον τραγικό τρόπο ἐπαναλαμβάνουν τήν πτώση τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ. Μέ ἐωσφορική ἔπαρση καί οἴηση δαιμονική ἐπιχειροῦν νά θέσουν ἑαυτούς ὑπεράνω τοῦ Δημιουργοῦ, λησμονώντας οἱ ταλαίπωροι ὅτι τυγχάνουν μέλλοντες νεκροί καθώς καί ὁ ποιητής δραματικά ἀποκαλύπτει. Τούτη ὅμως ἡ πτώση εἶναι ἀκόμη πιό τρομακτική ἀφοῦ: «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας».(Ἰωαν.1,14). Ἡ γενική ταραχή καί ἀκαταστασία τῆς ἀνθρωπότητος προῆλθε ἀπό τήν λεγομένη οἰκονομική κρίση, ἀποφάνθηκαν οἱ «σοφοί» τοῦ κόσμου. Ἡ ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἀποκεκαλυμένο Θεό, τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, εἶναι ἡ αἰτία τῆς γενομένης καί παρατεινομένης θλίψεως, στεντορία τῇ φωνῇ διακηρύττουν οἱ μωροί διά Χριστόν θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν δέν κατέκλεψαν ἁπλά τά ταμεῖα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλά ἐσύλλησαν, ὡς κλέπτες ἐν νυκτί, τά ταμεῖα τῶν ἀνθρωπίνων καρδιῶν καί κατέχωσαν τά τάλαντα τοῦ Θεοῦ στό βόρβορο τῶν παθῶν. Καί ἔχουν στόχο καί σκοπό τήν τρομοκρατία τῶν ἐθνῶν, προκειμένου νά μεγαλύνουν τίς οἰκονομικές αὐτοκρατορίες τους πού ὅμως θά τίς καταποντίσει μαζί τους ὁ ἀδυσώπητος Χάροντας καί μετά ταύτα «ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων». 

Πῶς ὅμως τούτη ἡ πατρίδα τοῦ φωτός, τοῦτο τό ἔθνος τῶν ἡρῶων, τοῦτο τό Γένος τῶν ἁγίων σύρθηκε γυμνό καί τετραχυλισμένο στά σκοτεινά λιθόστρωτα τοῦ κόσμου; Σάν νά εἴπιαμε νερό ἀπό τῆς λήθης τήν σκοτεινή τήν λίμνη καί λησμονήσαμε τήν ζωηφόρο παράδοση τῆς πονεμένης Ρωμηοσύνης. Σάν νά μήν εἴμαστε ἐμεῖς ἀπόγονοι καί κληρονόμοι τῶν ποιητῶν, τῶν δραματικῶν, τῶν πεπαιδευμένων, τῶν φιλοσόφων, τῶν φιλοπόνων, τῶν φιλοκάλων, τῶν φιλοξένων, τῶν φιλοτέχνων, τῶν φιλοθέων, τῶν φιλαγίων, τῶν φιλανθρώπων. Σάν νά μήν μᾶς εἶπαν γιά τήν Μακεδονία τοῦ παλιοῦ καιροῦ καί τόν νεαρό στήν ἡλικία, μά μέγιστο στήν ἱστορία Ἀλέξανδρο. Τό μικρό βασιλόπουλο πού τόν ἐπευφήμησαν Βασιλιά καί ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ τόν ἔχρισε αὐτοκράτορα πού ἔφθασε μέχρι τίς πύλες τίς Ἰνδίας καί ἔτσι ἀφουγκράσθηκε ὁ ξαφνιασμένος κόσμος τόν ἕλληνα λόγο καί τήν ὑψηλή φιλοσοφία του. Σάν νά μήν μᾶς εἶπαν γιά τόν Μέγιστο Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, Παῦλο, πού πορεύθηκε ἀντίστροφα τόν δρόμο τοῦ Ἀλεξάνδρου καί διάβηκε τά διαβατικά τῆς πατρίδας τῆς ἠγαπημένης, ἀποκαλύπτοντας στούς «δεισιδαιμονεστέρους» τό θαῦμα τῶν αἰώνων, ὅτι ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί καί ἔτσι πλέον «θάνατος ἡμᾶς οὐκέτι κυριεύει». Σάν νά μήν μᾶς εἶπαν γιά τόν γενάρχη αὐτοκράτορα τῆς ἔνδοξης, μά καί μαρτυρικῆς Ρωμηοσύνης μας, τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, πού ἐμεγάλυνε τό πανάγιο ὄνομα τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ εἰς τήν ὑπ’ οὐρανόν καί ἔτσι τό ἡμέτερον Γένος ἐδοξάσθη ἐν τοῖς ἔθνεσι, ἀφοῦ κατέστη ὁ Πρωτοδιάκονος τῆς σωτηρίας τῶν βροτῶν.

Ἄλλ’ ἦρθαν καιροί δυσχήμεροι καί χρόνοι σκοτεινοί πού τό Γένος μας ἐπαναπαύθηκε στίς δάφνες τῶν προγόνων καί ἐλησμόνησε τόν Θεό τῶν Πατέρων του καί Κύριον τοῦ ἐλέους. Γιατί ἀλήθεια οἱ ὀχτροί δέν μπῆκαν στην Πόλη στίς 29 Μαΐου τοῦ 1453. Ἐκείνοι τό σῶμα τοῦ Γένους μόνο ἐδούλωσαν καί ὄχι τήν ψυχή του. Καί τούτη τήν μεγαλωσύνη τῶν ἐλεύθερων πολιορκημένων τοῦ καιροῦ ἐκείνου τήν ἀποκαλύπτει ἡ πανστρατιά τῶν νεομαρτύρων μας, ἡ κεκλεισμένη θύρα τοῦ μαρτυρικοῦ Φαναρίου, οἱ ἁρμαρτωλοί καί κλέφτες τῶν ἑλληνικῶν ὀρέων, τά κρυφά σχολειά τῶν καλογήρων, οἱ τρικάταρτες μπομπάρδες τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχιπελάγους, τά μπαρουτιασμένα μοναστήρια τῶν ρασοφόρων μπουρλοτιέρηδων, οἱ νηστεμένοι νηστικοί τῶν πονεμένων ἐκείνων χρόνων μά καί οἱ λειτουργημένοι ἐπαναστάτες τοῦ 1821 πού κίνησαν γιά τήν Πόλη καί τήν Ἁγιά Σοφιά. Ἐκείνοι ὅμως πού βύθισαν τήν Δυτική Εὐρώπη στό σκότος τοῦ Μεσαίωνα στήν πλάνη καί στήν αἴρεση ἐπεχείρησαν τότε καί γιά ἄλλη μία φορά νά καθυποτάξουν τήν ἀνυπότακτη καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή. Καί βρῆκαν συνεργάτη ἀναπάντεχο τό σαράκι τοῦ Γένους μας, τήν καταστροφική διχόνοια καί τήν ἀγνωμονοῦσα λησμοσύνη. Τότε μᾶς ἔφεραν φράγκους ἀφεντάδες πού βρῆκαν πολύτιμους μισθοφόρους τούς ἡμέτερους φραγκοθρεμένους καί ἔκτοτε ὁ ἑλληνισμός αἱμορραγεῖ. Τότε ἀλήθεια μπῆκαν στήν πόλη τοῦ ἑλληνισμοῦ οἱ ὀχτροί καί μέ λύσσα μᾶς ἀπέκοψαν ἀπ’ τό ἱερό μας Κέντρο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κι ἀπ’ τόν Γενάρχη Πατριάρχη πού διασφάλιζε ἐν Χριστῷ καί εὐλογοῦσε πατρικῶς τήν πορεία μας στό διάβα τῶν αἰώνων. 
Μπῆκαν στήν πόλη οἱ ὀχτροί καί ἄλλαξαν τούς ὁδοδείκτες τῆς ἱστορικῆς ἐπιστροφῆς μας καί ἀντί νά πορευθοῦμε στήν πρωτεύουσα τοῦ Γένους καί τῆς οἰκουμένης, μᾶς ἐγκλώβισαν στήν νεοϊδρυθεῖσα πρωτεύουσα τοῦ ἔθνους καί μιᾶς πατρίδας σακατεμένης. Μπῆκαν στήν πόλη οἱ ὀχτροί καί ἐσύλησαν καί ἔκαψαν τά ἀκρόκαστρα τῆς Ρωμηοσύνης, τά βυζαντινά μας Μοναστήρια καί μετά μανίας ἐδίωξαν τούς κολογήρους, τούς πυργοφύλακες τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητος καί ζωῆς. Μπῆκαν στήν πόλη οἱ ὀχτροί καί ἐξαπέλυσαν τους μισιοναρίους τῆς Δυτικῆς προπαγάνδας πού ἐπλήρωσαν τήν ἑλληνική ὕπαιθρο μέ τόν ἰό τοῦ εὐσεβισμοῦ. Μπῆκαν στήν πόλη οἱ ὀχτροί καί ἔκτοτε ἐγίναμε ρωσόφιλοι, ἀμερικανόφιλοι, ἀγγλόφιλοι, φραγκόφιλοι καί ἐλληνομαχοῦντες. Μπῆκαν στήν πόλη οἱ ὀχτροί καί ἔγινε ἡ πολυθρύλητη παιδεία μας ἀξιοθρήνητη ἐκπαίδευση πού προετοιμάζει ἔμψυχα ἐξαρτήματα καί ἀνταλλακτικά τῆς μεγάλης καταναλωτικῆς μηχανῆς τῶν ἀοράτων πλέον οἰκονομικῶν φεουδαρχῶν τῆς γῆς. Μπῆκαν στήν πόλη οἱ ὀχτροί καί ἐπλήρωσαν τόν καταγάλανο οὐρανό τοῦ ἑλληνισμοῦ μέ τό νέφος τῆς σαρκός σέ σημεῖο ἀποκαλυπτικό πού ὁ ἀσύνετος νά λέγει τό συνετό τρελό. Μπῆκαν στήν πόλη οἱ ὀχτροί καί μέ μαεστρία διαβολική μᾶς ἔκαναν νά λησμονήσουμε τά μυρωμένα ὀρθόδοξα ὀνόματά μας, ἀφοῦ μᾶς καταλογράφισαν ὡς νούμερα παραγωγῆς καί κατανάλωσης στούς ὑπολογιστές τῆς ἡλεκτρονικῆς δικτατορίας τους.

Μπῆκαν στήν πόλη οἱ ὀχτροί καί μᾶς μοίρασαν δῶρα ἀπό ἄσπρα καί φλουριά καί ἐμεῖς γελούσαμε σάν τά παιδιά, ἀφοῦ τά πήραμε γιά φυλαχτά. Καί ἀφοῦ μπῆκαν στήν Πόλη οἱ ὀχτροί καί προξένησαν ὅλα αὐτά ἐμεῖς φωνάζαμε ἐνθουσιασμένοι ζήτω καί γειά, μέχρι καί σήμερα. Δύο σχεδόν αἰώνες εἰσρέουν οἱ ὀχτροί ἐντός τῶν τειχῶν τοῦ ἑλληνισμοῦ καί ἤδη ἡ κατάσταση μοιάζει νά ἔχει φθάσει στό ἀπροχώρητο. Εἶναι ἀλήθεια λοιπόν ὅτι ἡ θλίψη τῶν ἡμερῶν δέν προέρχεται ἁπλά ἀπό τά ἄδεια ταμεῖα, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως ἀπό τίς κενές ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄκρατος καταναλωτισμός, ἡ εὐδαιμονία καί ἡ ἐγκόσμια προοπτική δημιούργησαν ἕναν πολιτισμό μονοφυσιτικό καί ἐγωιστικό, ἀφοῦ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τήν ἀγνόησαν καί ἔτσι σήμερα πορεύεται ὁ μικρός δημιουργός του ὡς ἄταφος νεκρός, θαυμάζοντας τά ἄψυχα καί μισάνθρωπα ἔργα του πού μυρίζουν χωματίλα καί ἀργό βασανιστικό θάνατο.

Μετά ἀπ’ αὐτήν τήν ἀπογοητευτική περιγραφή τῆς σημερινῆς καταστάσεως καί τῶν ἱστορικῶν δεδομένων πού τήν προξένησαν, σίγουρα θά ἀναφωνούσαμε, ζητεῖτε ἐλπίς. Ὅμως «οὐχ οὔτως ἔσται ἐν ἡμῖν». Ὁ ἑλληνισμός δέν ζητᾶ ἐλπίδα, διότι τήν κατέχει, ἕστω καί λησμονημένη. Καί ἡ ἐλπίδα του δέν εἶναι ἰδεολογία, οὔτε φιλοσοφία. Δέν εἶναι πρόσωπο ἀνθρώπου μήτε οἱ μεγαλοφωνότατες ρητορικές ἐξαγγελίες. Δέν εἶναι τράπεζες, ἐπιταγές, κονδύλια, ἐνισχύσεις κατ’ ἐξακουλούθηση δηλαδή πονηρές ἐξαρτήσεις. Εἶναι τό πρόσωπο τοῦ ἀποκεκαλυμένου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μοναδικοῦ Σωτῆρος τοῦ κόσμου καί ἡ ἐξ Αὐτοῦ ἀρδευομένη ζωηφόρος παράδοση τοῦ Γένους μας. Ἡ ἐπιστροφή στήν λειτουργική καί ἀσκητική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, θά σώσει τούς κάμνοντας τοῦ νεοελληνισμοῦ, ἀφοῦ ὁ Χριστός θά ἐπανέλθει στίς καρδιές τῶν νεοελλήνων. Ἔχουμε πρός τοῦτο ἀμέτρητα παραδείγματα. Τούς ἁγίους, τούς ἤρωες, τούς γονεῖς καί διδασκάλους μας πού πορεύθηκαν μαχητικά σέ χρόνους πολέμων, σκλαβιᾶς καί πενίας, χαρούμενοι καί φωτεινοί καί ἀληθινά δημιουργικοί, γιατί ἐπίρριπταν τήν μέριμνά τους στόν Ἀφέντη Χριστό καί στήν Κυρά τήν Παναγιά. Ἀπέκτησαν τήν κάρτα τοῦ πολίτη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας οὐκ ἔσται τέλος καί μέ τήν βεβαιότητα αὐτή πορεύθηκαν μέσα ἀπό τίς πολυτάραχες περιπέτειες τῆς ἱστορίας μας «διά ξηρᾶς ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης». Γι’ αὐτούς ἴσχυσαν τά λόγια τοῦ Προφητάνακτος Δαυῒδ: «Κύριος διασκεδάζει βουλάς ἐθνῶν, ἀθετεῖ δέ λογισμούς λαῶν, καί ἀθετεῖ βουλάς ἀρχόντων…μακάριον τό ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεός αὐτοῦ, λαός, ὅν ἐξελέξατο εἰς κληρονομίαν ἑαυτῷ…ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι, καί ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν, καί ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτῶν ἐρρύσατο αὐτούς…ἔλπισον ἐπί Κύριον καί ποίει χρηστότητα, καί κατασκήνου τήν γήν καί ποιμανθήσῃ ἐπί τῷ πλούτῳ αὐτῆς· κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, καί δώδει σοι τά αἰτήματα τῆς καρδίας σου· ἀποκάλυψον πρός Κύριον τήν ὁδόν σου καί ἔλπισον ἐπ’ Αὐτόν καί αὐτός ποιήσει· καί ἐξοίσει ὡς φῶς τήν δικαιοσύνην σου καί τό κρίμα σου ὡς μεσημβρίαν…ρομφαίαν ἐσπάσαντο οἱ ἁμαρτωλοί, ἐνέτειναν τόξον αὐτῶν τοῦ καταβαλεῖν πτωχόν καί πένητα, τοῦ σφάξαι τούς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ·ἡ ρομφαία αὐτῶν εἰσέλθοι εἰς τάς καρδίας αὐτῶν καί τά τόξα αὐτῶν συντριβείη…γινώσκει Κύριος τάς ὁδούς τῶν ἀμώμων καί ἡ κληρονομία αὐτῶν εἰς αἰώνα ἔσται·οὐ καταισχυνθήσονται ἐν καιρῷ πονηρῷ καί ἐν ἡμέραις λιμοῦ χορτασθήσονται· ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἀπολοῦνται, οἱ δέ ἐχθροί τοῦ Κυρίου, ἅμα τῷ δοξασθῆναι αὐτούς καί ὑψωθῆναι, ἐκλείποντες ὡσεί καπνός ἐξέλιπον». Τοῦτα τά ψάλματα διά τῆς θεραπείας τῆς μετανοίας καί γιά μᾶς μποροῦν νά ἰσχύσουν.

Εἶναι βέβαιο λοιπόν ὅτι ἐδῶ δέν τελειώνει ἡ ἱστορία μας. Μάλλον ἐπιτέλους πρέπει να τελειώνει ἡ ἱστορία τῆς πνευματικῆς μας ὑποδούλωσης. Τό Γένος μας δέν πέρασε λίγες κρίσεις. Ἵσως σήμερα διέρχεται τήν δυσκολότερη καί πλέον πονηρή. Ὅμως οἱ ὀρθόδοξοι ὅταν ἑσπερίζουμε ἐρχόμενοι ἐπί τήν ἡλίου δύσιν γνωρίζουμε ὅτι λειτουργικά εἰσερχόμαστε στήν ἐπομένη ἡμέρα καί ἑορτή. Καί στήν ἀφέγγαρη νύχτα πού διερχόμαστε μποροῦμε νά ἐπιτελέσουμε ἀθόρυβα καί μυστικά, δηλαδή ταπεινά, ἐργασία πνευματική καί σωτήρια πού θά μᾶς ὁδηγήσει στόν ὄρθρο τῆς ἐπομένης καί ἐν ἀγγαλιάσει καρδίας θά ψάλλουμε καί πάλι «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τό φῶς».
Ἀρχιμ. Ἱερεμίου Γεωργαλῆ

Δεν υπάρχουν σχόλια :